- αποβροχάρης
- ο(για καιρό ή άνεμο), ο μετά τη βροχή υγρός ή ψυχρός καιρός (ή άνεμος): Ο καιρός ήταν αποβροχάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποβροχάρης — κ. αποβρεχάρης, ο [αποβρόχι] ο υγρός και ψυχρός καιρός μετά από τη βροχή … Dictionary of Greek